μοχθηρία

μοχθηρία
μοχθ-ηρία, ,
A bad condition,

σκήνεος Democr.187

;

σώματος Pl.R.609e

.
2 of a person, lack of skill, incapacity,

τοῦ ἰατροῦ Antipho 4.2.4

;

τῶν κυβερνητῶν Pl. Plt.302a

.
II mostly in moral sense, wickedness, depravity, Ar. Pl.109, 159, Pl.Lg.734d, etc.;

τὰς μ. τῆς ἠλιθιότητος τῆς ἐμῆς Cratin. 188

;

ἀρεταὶ καὶ μοχθηρίαι Arist.EN1129b24

: with a political connotation, τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μ. chief of the rascaldom (i.e. of the Radical party) up there (on earth), Ar.Ra.425.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοχθηρία — μοχθηρίᾱ , μοχθηρία bad condition fem nom/voc/acc dual μοχθηρίᾱ , μοχθηρία bad condition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίᾳ — μοχθηρίαι , μοχθηρία bad condition fem nom/voc pl μοχθηρίᾱͅ , μοχθηρία bad condition fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρία — η (ΑΜ μοχθηρία) [μοχθηρός] νεοελλ. μσν. ζήλεια για την ευτυχία τών άλλων, κακεντρέχεια, φθόνος, κακία μσν. αρχ. έλλειψη εμπειρίας ή δεξιότητας, ανικανότητα αρχ. 1. κακή κατάσταση, αθλιότητα 2. φαυλότητα, ηθική εξαχρείωση …   Dictionary of Greek

  • μοχθηρία — η χαιρεκακία, κακία, φθόνος, ζήλια, κακεντρέχεια: Μερικοί συνάδελφοι με κοιτάζουν με μοχθηρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοχθηρίας — μοχθηρίᾱς , μοχθηρία bad condition fem acc pl μοχθηρίᾱς , μοχθηρία bad condition fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίαι — μοχθηρία bad condition fem nom/voc pl μοχθηρίᾱͅ , μοχθηρία bad condition fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίαν — μοχθηρίᾱν , μοχθηρία bad condition fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηριῶν — μοχθηρία bad condition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίαις — μοχθηρία bad condition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίην — μοχθηρία bad condition fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίῃ — μοχθηρία bad condition fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”